- αναφτερουγιάζω
- αναφτερουγίζω αμετ.1) бить, хлопать, взмахивать крыльями; 2) перен. прыгать от радости
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναφτερουγιάζω — αναφτερούγιασα, ιασμένος, και αναφτερουγίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)